αιφνιδιασμός

αιφνιδιασμός
ο
1. ξαφνική εμφάνιση: Ο απροειδοποίητος ερχομός του ήταν αιφνιδιασμός.
2. απροσδόκητη ενέργεια στον πόλεμο για να προκληθεί σύγχυση στον αντίπαλο: Ο αιφνιδιασμός μας είχε μόνο μερική επιτυχία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αιφνιδιασμός — Στην πολεμική τέχνη α. ονομάζεται η πολεμική ενέργεια που προετοιμάζεται με άκρα μυστικότητα και εκτελείται με μεγάλη ταχύτητα με σκοπό να ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων των αντιπάλων, καταλαμβάνοντας απροετοίμαστο –για μια τέτοια ενέργεια–… …   Dictionary of Greek

  • Greek Junta Trials — The Greek Junta Trials ( el. Οι Δίκες της Χούντας translated as: The Τrials of the Junta) were the trials involving members of the military junta which ruled Greece from 21 April 1967 to 23 July 1974. These trials involved the instigators of the… …   Wikipedia

  • αιφνιδιάζω — (Μ αἰφνιδιάζω) 1. ενεργώ αιφνιδιαστικά, κάνω αιφνιδιασμό, καταλαμβάνω εξ απροόπτου (ιδίως για στρατιωτική ενέργεια). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιφνίδιος. ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιασμός νεοελλ. αιφνιδιαστικός] …   Dictionary of Greek

  • ακροβολισμός — Όρος της στρατιωτικής επιστήμης. Αναφέρεται στη δυνατότητα να χτυπήσει κάποιος μακριά ή και να χτυπηθεί από μακριά με όπλο σε στιγμές προπαρασκευής της μάχης. Εις α. στη στρατιωτική ορολογία είναι το παράγγελμα με το οποίο συντάσσονται οι ομάδες… …   Dictionary of Greek

  • αντάρτης — Λαϊκός αγωνιστής που αγωνίζεται για πατριωτικούς σκοπούς (απελευθερωτικοί αγώνες, αγώνες για την ανεξαρτησία της πατρίδας, αποτίναξη τυραννικής εξουσίας κλπ.). Το αντάρτικο κίνημα στο οποίο συμμετέχει τις περισσότερες φορές δεν αντιπροσωπεύει την …   Dictionary of Greek

  • κλεψιά — και κλεψά και κλεψία, η (AM κλεψία, Μ και κλεψιά) κλέψιμο κλοπή (α. «τόν έχει ταράξει στην κλεψιά» β. «σ άλλους τόπους εννοώ κλεψίες, φόνους, κι όχι εδώ», Σολωμ.) νεοελλ. κρυφή απόλαυση νεοελλ. μσν. 1. κερδοσκοπία, υπερβολικό κέρδος,… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”